Η κατάθλιψη (ή μείζων καταθλιπτικό επεισόδιο) παρουσιάζει υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας. Πολλά από τα άτομα που νοσούν από κατάθλιψη παρουσιάζουν αυτοκτονικό ιδεασμό ,διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις και μειωμένη λειτουργικότητα. Από πρόσφατες μελέτες, 7.6% του παγκόσμιου πληθυσμού έπασχε από κατάθλιψη η οποία ήταν πιο συχνή στις γυναίκες. Με την σωστή θεραπεία ,στο μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που νοσεί από μείζων καταθλιπτικό επεισόδιο (70-80%) μπορεί να επιτευχθεί ύφεση της συμπτωματολογίας.
Στους περισσότερους ασθενείς με κατάθλιψη ,δεν επηρεάζεται η εξωτερική εμφάνιση. Ωστόσο, στα άτομα με σοβαρή συμπτωματολογία μπορεί να επηρεασθεί η εξωτερική εμφάνιση αλλά και η προσωπική τους υγιεινή όπως να υπάρξει και αλλαγή στο σωματικό βάρος. Μπορούν επίσης να παρουσιάζουν ψυχοκινητική επιβράδυνση (ή διέγερση) και μείωση της συναισθηματικής έκφρασης (μείωση της δόνησης του συναισθήματος). Συγκεκριμένα, για να τεθεί η διάγνωση πρέπει για τουλάχιστον 2 εβδομάδες να εμφανίζουν τουλάχιστον 5 από τα παρακάτω συμπτώματα:Kαταθλιπτική διάθεση, μειωμένη όρεξη για φαγητό με συνοδό απώλεια βάρους ,απώλεια ευχαρίστησης (ανηδονία),ψυχοκινητική επιβράδυνση (ή διέγερση), ιδέες αυτομομφής ή/και αναξιότητας, διάσπαση συγκέντρωσης και προσοχής, διαταραχές ύπνου ,μειωμένη λειτουργικότητα , ευχές θανάτου ή/και αυτοκτονικό ιδεασμό.
Στην φαρμακευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης χρησιμοποιούνται ως πρώτη επιλογή τα νεώτερα αντικαταθλιπτικά (SSRI/SNRI)και ως δεύτερης γραμμής τα παλαιότερα αντικαταθλιπτικά (TCA,MAO). Στις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα έχουν η γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία (CBT) και η διαπροσωπική ψυχοθεραπεία (IPT).